βραχύπτολις

βραχύπτολις
βραχύπτολις, η (Α)
η μικρή πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πτόλις- («πόλις»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βραχύπτολις — little city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”